- κατέαξε
- κατέᾱξε , κατάγνυμιCat.Cod. Astr.aor ind act 3rd sgκατεάσσωCat.Cod. Astr.aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπελάζω — ΝΜΑ (αμτβ.) (με φιλική ή εχθρική σημ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω κάποιον ή κάτι μσν. αρχ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να προσεγγίσει κάποιον ή κάτι άλλο, φέρνω κάποιον ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο («νέα μὲν μοι κατέαξε... ἄκρῃ προσπελάσας», Ομ. Οδ.)… … Dictionary of Greek
κατέαξ' — κατέᾱξα , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor ind act 1st sg κατέᾱξο , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. plup ind mp 2nd sg (attic) κατέᾱξο , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf imperat mp 2nd sg (attic) κατέᾱξε , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)